- φενακόμαντις
- -άντεως, ὁ, ἡ, Μαπατηλός μάντης, ψευδοπροφήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, -ακος + μάντις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek